- τρομοκράτη
- terörist, tedhisçi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ο’ Κέισι, Σον — (Sean O’ Casey, Δουβλίνο 1880 – Τορκαίυ, Αγγλία 1964). Ιρλανδός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε αυτοδίδακτος, εργάστηκε ως εργάτης και συμμετείχε ενεργά στην εθνική ιρλανδική αναγέννηση και στον εμφύλιο πόλεμο του 1922. Τα θεατρικά… … Dictionary of Greek
Ταλιέν, Zαν Λαμπέρ — (Tallien, 1767 – 1820). Γάλλος επαναστάτης. Aρχικά ήταν τυπογράφος και μετά την έκρηξη της Επανάστασης και τη σύλληψη του βασιλιά, εξέδωσε μικρή εφημερίδα, τον Φίλο των Πολιτών την οποία τοιχοκολλούσε στους δρόμους. Ανήκε στη μερίδα των Ιακωβίνων … Dictionary of Greek